νεκρόσυλος

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

German (Pape)

[Seite 238] Todte plündernd, beraubend (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κάνει νεκροσυλία, που κλέβει αντικείμενα του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλος (< συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. ιερό-συλος].