αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου
2. παραπλανώ, εξαπατώ («τον ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις»)
3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + λογιάζω].