μπρατσάρισμα
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
το μπρατσάρω
ναυτ. το τράβηγμα και δέσιμο του σχοινιού το οποίο διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, η τακτοποίηση τών κεραιών του ιστιοφόρου και τών ιστίων που κρέμονται από αυτές για να ξεκινήσει το πλοίο, κερούλκηση.