γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ομικρό μεταλλικό εργαλείο για το κόψιμο τών νυχιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + -κόπτης (< κόπτω), πρβλ. χαρτο-κόπτης].