αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Full diacritics: μουνιᾰδικόν | Medium diacritics: μουνιαδικόν | Low diacritics: μουνιαδικόν | Capitals: ΜΟΥΝΙΑΔΙΚΟΝ |
Transliteration A: mouniadikón | Transliteration B: mouniadikon | Transliteration C: mouniadikon | Beta Code: mouniadiko/n |
τό,
A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.
μουνιαδικόν, τὸ (Α) μουνιάς
το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.