μουνιαδικόν

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνιᾰδικόν Medium diacritics: μουνιαδικόν Low diacritics: μουνιαδικόν Capitals: ΜΟΥΝΙΑΔΙΚΟΝ
Transliteration A: mouniadikón Transliteration B: mouniadikon Transliteration C: mouniadikon Beta Code: mouniadiko/n

English (LSJ)

τό,

   A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.

Greek Monolingual

μουνιαδικόν, τὸ (Α) μουνιάς
το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.