ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος)πολύ άσχημος γέροςνεοελλ.πολύ γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω + γέρος / γριά].