μπαμπόγερος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος)
πολύ άσχημος γέρος
νεοελλ.
πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω + γέρος / γριά].