μπερντές

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

και μπερτές, ο
1. παραπέτασμα πόρτας ή παραθύρου, κουρτίνα
2. αυλαία θεάτρου
3. λαϊκή ονομασία του καταρράκτη τών ματιών
4. φρ. «καραγκιόζ μπερντές» — λευκή οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται οι σκιές του θεάτρου του καραγκιόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perde].