μπερντές
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
και μπερτές, ο
1. παραπέτασμα πόρτας ή παραθύρου, κουρτίνα
2. αυλαία θεάτρου
3. λαϊκή ονομασία του καταρράκτη τών ματιών
4. φρ. «καραγκιόζ μπερντές» — λευκή οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται οι σκιές του θεάτρου του καραγκιόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perde].