οθόνη

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀθόνη)
1. λευκό και λεπτό λινό ή βαμβακερό ύφασμα, λευκό πανί
2. είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών ιστίων του πλοίου, και το ίδιο το ιστίο του πλοίου, το καραβόπανο
νεοελλ.
1. επιφάνεια της συσκευής τηλεόρασης ή ηλεκτρονικού υπολογιστή πάνω στην οποία σχηματίζεται η εικόνα που δημιουργείται από τον καθοδικό σωλήνα
2. φρ. α) «οθόνη τραπέζης» — το τραπεζομάντηλο
β) «οθόνη κλίνης» — σεντόνι
γ) «οθόνη ελέγχου» — καθοδικός σωλήνας παραγωγής εικόνας με όλες τις απαραίτητες διατάξεις που χρησιμοποιείται στους τηλεοπτικούς σταθμούς για τον ποιοτικό έλεγχο της εικόνας
δ) «οθόνη φθορίζουσα» — φθορίζον διάφραγμα στο οποίο προσπίπτει η ακτινοβολία Χ κατά τις ακτινοσκοπήσεις
ε) «οθόνη κινηματογράφου» — λευκή επιφάνεια κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, πλαστικό ή άλλο υλικό πάνω στην οποία σχηματίζονται οι εικόνες κατά την προβολή κινηματογραφικού έργου
στ) «μεγάλη οθόνη» — ο κινηματογράφος
ζ) «μικρή οθόνη» — η τηλεόραση
αρχ.
1. (στον Ομ. πάντοτε στον πληθ.) αἱ ὀθόναι
λεπτά λινά ενδύματα
2. είδος λινού ενδύματος το οποίο φορούσαν οι διάκοι στον αριστερό ώμο τους
3. στον πληθ. α) λινά λεπτά γυναικεία ενδύματα
β) τα ιστία, τα πανιά του καραβιού
γ) οι μεμβράνες οι οποίες περικλείουν την κόρη του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. με κατάλ. -όνη (πρβλ. βελόνη, περόνη). Μερικοί θεωρούν ότι η λ. συνδέεται με εβρ. 'etūn «αιγυπτιακό λινό ύφασμα», ενώ, κατ' άλλους, η λ. αποτελεί δάνειο από τη Σημιτική και ανάγεται σε αιγυπτ. idmj «λινό ύφασμα κόκκινου χρώματος»].