κουρτίνα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα)
νεοελλ.
ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι
μσν.
ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας του τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ. cortina].