κουρτίνα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα)
νεοελλ.
ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι
μσν.
ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας του τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ. cortina].