μπουσουλώ
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
-άω
(κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de-a buşilea «με τα τέσσερα»].