ναρδικός
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό νάρδος ή που προέρχεται από τη νάρδο («ναρδικό οξύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].