ἀορτήρ
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἀείρω)
A strap to hang anything to, sword-belt, Od.11.609: in pl., κουλεὸν . . χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Il.11.31 (also expl. as οἱ κρίκοι τῆς θήκης, Hsch.). 2 in Od.13.438 knapsack-strap, στρόφος ἀορτήρ, v. στρόφος.