νεοφερμένος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
και νιοφερμένος, -η, -ο
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τον έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
και νιοφερμένος, -η, -ο
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τον έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος.