Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
το (Μ νίψιμον)
νεοελλ.
πλύσιμο του προσώπου και τών χεριών με νερό
μσν.
1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών
2. καλλωπισμός προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. ἔ-νιψ-α, + κατάλ. -ιμο].