νοήρης

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήρης Medium diacritics: νοήρης Low diacritics: νοήρης Capitals: ΝΟΗΡΗΣ
Transliteration A: noḗrēs Transliteration B: noērēs Transliteration C: noiris Beta Code: noh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A skilful, ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. νοᾱρέως, = νουνεχόντως, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νοήρης: -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ φρενήρης, χειρῶν νοῆρες ἔργον, τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.

Greek Monolingual

νοήρης, -ες (Α)
αυτός που έχει πνευματική ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].