νησοβασιλεία
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Greek Monolingual
νησοβασιλεία, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης) η βασίλισσα των νησιών Κύπρου και Κυθήρων, δηλαδή αυτή που κατ' εξοχήν λατρευόταν στα παραπάνω νησιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + βασιλεία «βασιλική εξουσία»].