Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
ὀλιγοδρανής, -ές (Α)αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, λιπο-δρανής].