Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
-ον, Μαυτός που φοράει πορφυρή στολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. μελανό-στολος].