πορφυρόστολος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που φοράει πορφυρή στολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. μελανόστολος].