ποικιλοχρωμία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
η, Ν ποικιλόχρωμος
η ιδιότητα του ποικιλόχρωμου, η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών χρωμάτων, πολυχρωμία.