ξεθώριασμα
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
το ξεθωριάζω
το αποτέλεσμα του ξεθωριάζω, η απώλεια του χρώματος («το ξεθώριασμα του τοίχου»).