ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
ξέθωρος
1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση του χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο»).