ξεθώριασμα

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

το ξεθωριάζω
το αποτέλεσμα του ξεθωριάζω, η απώλεια του χρώματος («το ξεθώριασμα του τοίχου»).