ξενηλόγιον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλόγιον: τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.
Greek Monolingual
ξενηλόγιον, τὸ (Α)
στρατολόγηση μισθοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγιον. Το -η του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
ξενηλόγιον: τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.
ξενηλόγιον, τὸ (Α)
στρατολόγηση μισθοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγιον. Το -η του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].