ξενηλόγιον
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλόγιον: τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.
Greek Monolingual
ξενηλόγιον, τὸ (Α)
στρατολόγηση μισθοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγιον. Το -η του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].