στρατολόγηση
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
η / στρατολόγησις, -ήσεως, ΝΜ στρατολογῶ
συγκέντρωση στρατού, στρατολογία
νεοελλ.
μτφ. προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών.