στρατολόγηση
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
η / στρατολόγησις, -ήσεως, ΝΜ στρατολογῶ
συγκέντρωση στρατού, στρατολογία
νεοελλ.
μτφ. προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών.