ξενολόγημα

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

το
λέξη ή φράση που προέρχεται από ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγημα (< -λογώ), πρβλ. αστειο-λόγημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].