ξεπλέκω
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)
2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].