Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
-ή, -ό ξύπνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξυπνώ (πρβλ. δύστυχος: δυστυχώ)].