οδοντόλιθος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

ο
1. στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια
2. απολιθωμένο οστό ή δόντι ή κόκαλο που αποτελείται από φωσφορικό απατίτη, έχει κυανό χρώμα και μοιάζει πολύ με το τυρκουάζ, αλλ. οστεοτυρκουάζ ή απολιθωμένο τυρκουάζ.