οἰκουροκαθέδριος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουροκαθέδριος Medium diacritics: οἰκουροκαθέδριος Low diacritics: οικουροκαθέδριος Capitals: ΟΙΚΟΥΡΟΚΑΘΕΔΡΙΟΣ
Transliteration A: oikourokathédrios Transliteration B: oikourokathedrios Transliteration C: oikourokathedrios Beta Code: oi)kourokaqe/drios

English (LSJ)

βίος,

   A home-keeping and sedentary life, Tz.H.1.287.

Greek Monolingual

οἰκουροκαθέδριος, -ον (Μ)
φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» — μονήρης βίος, οικιακός βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»].