μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
ὀλιγοσώματος, -ον (Α)αυτός που έχει μικρό σώμα ή μικρό όγκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σῶμα, -ατος].