ολιγοσώματος

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

ὀλιγοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό σώμα ή μικρό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σῶμα, -ατος].