αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
ὀνάριον, τὸ (Α) όνος1. μικρός όνος, γαιδουράκι2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).