Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
ὁμοφεγγής, -ές (Α)αυτός που φέγγει μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ιδιο-φεγγής].