πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ὀνόπυξος, ὁ (Α)το φυτό ονόπορδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»].