Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
ὀνοκρηνοτρόφος, ὁ (Α)αυτός που εκτρέφει όνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κτηνοτρόφος.