ονοκτηνοτρόφος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ὀνοκρηνοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κτηνοτρόφος.