μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
ὀξυτικός, -ή, -όν (Α) οξύςταχύς, γρήγορος («τί τοῡ ἡλιακοῡ ἅρματος ὀξυτικώτερον εἰς δρόμον;», Ιππόλ.).