οξύμετρο

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

το
χημ.
1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό της οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. του λαδιού, του γάλακτος, του κρασιού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος αποτελεί απόδοση του γαλλ. acidimetre].