ορνιθώνας

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

ο (Α ὀρνιθών)
τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελ-ώνας].