ὀρνεοσκοπία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, = ὀρνιθοσκοπία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθοσκοπία, Κύριλλ. Ἱεροσολ. σελ. 38.

Greek Monolingual

η (Α ὀρνεοσκοπία) ορνεοσκόπος
συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής πτηνών.