ὀρνεοσκοπία
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, = ὀρνιθοσκοπία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθοσκοπία, Κύριλλ. Ἱεροσολ. σελ. 38.
Greek Monolingual
η (Α ὀρνεοσκοπία) ορνεοσκόπος
συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής πτηνών.