οροθέσιο

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

το (ΑΜ οροθέσιον) οροθέτης
οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο
αρχ.
στον πληθ. τὰ ὁροθέσια
τα σύνορα, τα όρια.