οὐλαδώνυμος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
German (Pape)
[Seite 412] s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰδώνῠμος: -ον, ἴδε οὐλαμώνυμος.
Greek Monolingual
οὐλαδώνυμος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) ουλαμώνυμος.