εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
οὐλόθυμος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκέπτεται ολέθρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].