ουτοπικός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ιδιότητα της ουτοπίας, χιμαιρικός, μη πραγματοποιήσιμος («ουτοπικός σοσιαλισμός»).
επίρρ...
ουτοπικώς και -ά
με ουτοπικό τρόπο, χωρίς δυνατότητα πραγματοποίησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].