χιμαιρικός
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
μτφ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίμαιρα, φανταστικός, απραγματοποίητος («χιμαιρική ελπίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].