ουτοπικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ιδιότητα της ουτοπίας, χιμαιρικός, μη πραγματοποιήσιμος («ουτοπικός σοσιαλισμός»).
επίρρ...
ουτοπικώς και -ά
με ουτοπικό τρόπο, χωρίς δυνατότητα πραγματοποίησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].